- άζωος
- -η, -οαυτός που δεν έχει ζωντάνια, ο ψόφιος: Απέναντί του στεκόταν ένας ασθενικός, άζωος άνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄζωος — without life masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωος — (I) η, ο (Α ἄζωος, ον) αυτός που δεν έχει μέσα του ζωή, ο χωρίς ζωντάνια, αποναρκωμένος, χαύνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωή. ΠΑΡ. αζωία]. (II) η, ο (Α ἄζωος, ον) (για ξύλα, δέντρα κ.λπ.) αυτός που δεν περιέχει ζωύφια, σκουλήκια κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἄζωον — ἄζωος without life masc/fem acc sg ἄζωος without life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζώους — ἄζωος without life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζωα — ἄζωος without life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄζωοι — ἄζωος without life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζως — ἄζως, ων (Α) ο άζωος (Ι) … Dictionary of Greek
αζωία — η (Α ἀζωία) [ἄζωος] έλλειψη, απουσία ζωής … Dictionary of Greek
αζωοσπερμία — η Ιατρ. η απουσία σπερμοτοζωαρίων στο εκσπερμάτισμα, ενώ υπάρχουν ανώριμες προβαθμίδες τους (σπερματοβλάστες). Οφείλεται σε απόφραξη τών σπερματικών σωληναρίων τών όρχεων από διάφορες αιτίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < azoospermia, νεολατιν. επιστημον. όρος,… … Dictionary of Greek
δίζωος — δίζωος, ον (Α) (για τον Σίσυφο που γύρισε από τον Άδη) αυτός που έχει διπλή ζωή, που έζησε δύο φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + ζωος < ζωή (πρβλ. άζωος, αρτίζωος)] … Dictionary of Greek